Η Σωτηρία Μπέλλου με τα πάθη της μα και τις διώξεις που βίωσε. Η μεγάλη λαϊκή ερμηνεύτρια, η ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου που «έφυγε» αφού έχασε τη φωνή της.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Χάλια, τη σημερινή Δροσιά κοντά στη Χαλκίδα, αλλά η καταγωγή της ήταν από το χωριό Οκτωνιά.

Βιτριόλι στον άντρα της

Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία. Ο άντρας της ήταν μέθυσος, ενώ κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του. Για αυτό το γεγονός καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή, από τα οποία εξέτισε έξι μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από προστριβές με τους δικούς της μετακομίζει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1940, ακριβώς με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, και δίνει μόνο αγώνα για την επιβίωση.
Στην Εθνική Αντίσταση
Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε και στη συνέχεια αντιμετώπισε της συνθήκες φυλακής και της απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες. Κατά την αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Μάλιστα η δράση της είχε αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέρλιν (Αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα), όπου βασανίστηκε.

Η ίδια η Σωτηρία Μπέλλου είχε πει στη δημοσιογράφο Σοφία Αδαμίδου (συγγραφέα της αυτοβιογραφίας της με τίτλο «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες», εκδ. Λιβάνη): «Το μαρτύριο της Κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω. Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Οσοι ακούνε για τα υπόγεια αυτά τους πιάνει τρόμος, γιατί όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει τι γινόταν εκεί. Εγώ τα έζησα. Είκοσι χρονών κοριτσάκι. Πήγα να κλέψω μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο επειδή πεινούσα. Μ’ άρπαξαν, με σπάσανε στο ξύλο και με πήγαν στα μπουντρούμια. Με χτύπησαν πρώτα με τον υποκόπανο και μετά, που με πήγαν εκεί, συνεχίσθηκε το ξύλο. Με σακάτεψαν. Μετά από βασανιστήρια πολλά με πήγαν στον ανακριτή. Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν επικίνδυνη, με είδαν μικρή κοπέλα και συνεσταλμένη και με άφησαν».

«Σ’ αφήσανε μωρή Βουλγάρα; Του λέω δεν είμαι Βουλγάρα είμαι Ελληνίδα».

Μεταξύ άλλων είχε περιγράψει και την ημέρα που βγήκε από τη φυλακή: «Μετά από καιρό περνάγαμε από μια επιτροπή και κάθε μέρα, δύο – τρεις κάθε φορά τις άφηναν ελεύθερες. Κάποια μέρα, λοιπόν, ήρθε και η δική μου σειρά. Με άφησαν ελεύθερη. Μόλις βγήκα είχα πάρει μια κουβέρτα και κάτι σχισμένα παπούτσια και βάδιζα προς την Ομόνοια. Με βλέπει ένας αξιωματικός που ήταν στη Θεμιστοκλέους και μου λέει: Σ’ αφήσανε μωρή Βουλγάρα; Του λέω δεν είμαι Βουλγάρα είμαι Ελληνίδα. Με πλακώνει στο ξύλο και με ξαναπάει φυλακή. Διαμαρτυρήθηκα όμως στην Επιτροπή και με άφησαν να φύγω».

Μια παρέα χιτών απαίτησε να πει το φιλοβασιλικό «Του αετού ο γιος». Απάντησε λιτά «α πάενε ρε»...

Μετά την απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.
Το περιστατικό περιγράφει η ιστοσελίδα katiousa.gr, ως εξής: «...Ένα άλλο περιστατικό που δείχνει πώς αψηφούσε το παρακράτος της εποχής, που προετοίμαζε μεθοδικά με την ανοχή ή την ανοιχτή στήριξη των αρχών τον εμφύλιο, είναι εκείνο στο κέντρο του “Τζίμη του Χοντρού”, όπου δούλευε με το Βασίλη Τσιτσάνη. Ένα βράδυ μια παρέα χιτών απαίτησε να πει το φιλοβασιλικό “Του αετού ο γιος”. Η τραγουδίστρια τους απάντησε λιτά “α πάενε ρε”, για να εισπράξει τον ξυλοδαρμό έξι γενναίων ανδρών, αλλά και την απάθεια ή το φόβο των υπολοίπων παρισταμένων που παρέμειναν ακίνητοι, κάτι που όπως ομολογούσε η ίδια την πλήγωσε περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα...»
Παρ' όλα αυτά σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα. Πέραν του Τσιτσάνη, συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Παπαϊωάννου και Απόστολος Καλδάρας.
Η καριέρα της γνώρισε κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως το 1966 επανήλθε έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος (Ζεϊμπέκικο), ο Ηλίας Ανδριόπουλος (Μην Κλαις) και ο Δήμος Μούτσης (Δε Λες Κουβέντα).

Έχασε τη φωνή της

Υπέστη κατά καιρούς διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού ενώ ήταν εθισμένη και στον τζόγο. Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με πνευμονικό εμφύσιμα, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. Κατά την νοσηλεία της στο νοσοκομείο Σωτηρία το 1994 έδωσε συνέντευξη στο Νίκο Κακαουνάκη στο «Επ' αυτοφώρω», μιλώντας με δυσκολία λόγω του καρκίνου. Ύστερα από λίγους μήνες έχασε τη φωνή της, ενώ οι μόνοι που ήταν δίπλα της ήταν τα ανίψια της. Απεβίωσε στις 27 Αυγούστου του 1997 στο Νοσοκομείο Μεταξά